- μουράγιο
- το(λ. ιταλ.), κρηπίδωμα, προκυμαία: Περίμενε στο μουράγιο το γυρισμό του άντρα της του καπετάνιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουράγιο — το 1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία 2. στον πληθ. τα μουράγια α) τείχη β) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia] … Dictionary of Greek
μοράγιο — μοράγιο, τὸ (Μ) βλ. μουράγιο … Dictionary of Greek
αγάντα — η (λ. ιταλ.) 1. πιάσιμο από κάπου για να κρατηθεί κανείς ή να σπρώξει: Κάνε αγάντα (ή απλώς) Αγάντα! (σπρώχνε ή βάστα). 2. πάσσαλος ή κρίκος στην παραλία για πρόσδεση πλοίου: Έβλεπες στο μουράγιο πολλές αγάντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρηπίδα — η 1. βάση οικοδομήματος. 2. το πλησιέστερο προς την ξηρά τμήμα του βυθού της θάλασσας. 3. λιθόκτιστη άκρη όχθης ποταμού ή προκυμαίας, μουράγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρηπίδωμα — το, ατος 1. πλατύ υπόβαθρο οικοδομήματος: Βρήκαν το κρηπίδωμα αρχαίου ναού. 2. μουράγιο. 3. το πρόσθετο χτιστό δάπεδο που είναι δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής και βοηθάει στην επιβίβαση και αποβίβαση των ταξιδιωτών και των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)